- ἀγενῶν
- ἀγενήςunbornmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκστροφή — η (AM ἐκστροφή) 1. η ενέργεια τού εκστρέφω, στροφή προς τα έξω, αναστροφή 2. διαστροφή, στρέβλωση, εξάρθρωση, μετάθεση 3. μεταβολή τών αγενών μετάλλων σε χρυσάφι 4. ιατρ. η προς τα έξω αναστροφή (βλεννογόνου υμένα, μήτρας κ.λπ.) 5. (για μάτια)… … Dictionary of Greek
κατανικώ — (AM κατανικῶ, άω) νικώ κατά κράτος, κατατροπώνω («ὅταν οἵ γ ἀγαθοὶ πρὸς τῶν ἀγενῶν κατανικῶνται», Σοφ.) νεοελλ. ξεπερνώ κάτι με προσπάθεια («κατανίκησε το πάθος του για το ποτό») … Dictionary of Greek
αλχημεία — η (λ. αραβ.) 1. είδος χημείας του μεσαίωνα, που κύριο στόχο είχε να βρει τη λεγόμενη φιλοσοφική λίθο (ουσία για τη μετατροπή των αγενών μετάλλων σε χρυσό) και την πανάκεια (ελιξίριο για τις αρρώστιες και την παράταση της ζωής). 2. μτφ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)